Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
όμειχμα — ὄμειχμα, τὸ (Α) [ομείχω] (ποιητ. τ.) το ούρο … Dictionary of Greek
ὀμείχματα — ὄμειχμα urine neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όμιχμα — ὄμιχμα, ατος, τὸ (Α) βλ. όμειχμα … Dictionary of Greek